- μπέμπης
- bébé
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μπέμπης — και μπεμπές, ο, θηλ. μπέμπα 1. μικρό παιδί, μωράκι 2. ανόητος και κακομαθημένος νέος («ώρες ώρες κάνει σαν μπέμπης κι ας είναι τριάντα χρονών»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπέμπης < αγγλ. baby, ενώ ο τ. μπεμπές < γαλλ. bebe] … Dictionary of Greek
μπέμπης — ο (λ. αγγλ.) 1. αρσενικό μωρό, μικρό αγόρι. 2. μτφ., μικρός σε ηλικία, ανώριμος, ανόητος: Έγινε πατέρας ενώ ήταν ακόμα μπέμπης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπέμπα — η βλ. μπέμπης … Dictionary of Greek
μπίμπικας — ο 1. εξάνθημα τού προσώπου, σπυρί, σπιθούρι, μπιμπίκι 2. κοινή ονομασία τού δάκου τής ελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βέμβιξ «σβούρα, ρόμβος», ενώ κατ άλλους από ιταλ. bimbo «μπέμπης»] … Dictionary of Greek
μπεμπές — ο βλ. μπέμπης … Dictionary of Greek
κατουρλιά — κατουρλιά, η και κατρουλιά, η το ποσό του κάτουρου από ένα κατούρημα ή το μέρος του εδάφους, κρεβατιού κ.ά. που βράχηκε με το κατούρημα: Ο μπέμπης με την κατουρλιά του μας έβρεξε όλο το σεντόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)